ἐμφυές

ἐμφυές
ἐμφυής
inborn
masc/fem voc sg
ἐμφυής
inborn
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • τριστέλεχος — ον, Μ αυτός που έχει τρία στελέχη («τὸ ἐμφυὲς τριστέλεχον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στέλεχος (πρβλ. πολυ στέλεχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”